- αύλειος
- αὔλειος και αὔλιος, -α, -ον και -ος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην αυλή («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῡ ἐπ' αὐλείου», «ἐκτός αὐλείων πυλῶν»)2. το θηλ. ως ουσ. «αὔλειος και αὔλιος», «αὐλεία και αὐλία» — η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Ο σχηματισμός του επιθ. πιθ. αναλογικά προς το έρκειος «αυτός που ανήκει στο έρκος, στον αυλόγυρο»].
Dictionary of Greek. 2013.